-
1 επισφαλης
21) неустойчивый, шаткий, непрочный(μεγάλα πάντα Plat.; δύναμις Dem.)
2) перен. скользкий, обманчивый(τόποι Polyb.)
3) перен. ведущий по наклонной плоскости, т.е. вовлекающий4) рискованный, опасный(καιρός Polyb., Plut.)
-
2 κατορθοω
1) выпрямлять(δέμας Eur.; τὰ μέλη τοῦ παιδός Plat.)
2) направлятьκατορθοῦντες φρένα Soph. — в здравом уме;
ἐπειδέ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. — поскольку ты решился действовать3) заставлять воспрянуть духом, ободрять(βροτούς Soph.)
4) успешно доводить до конца, благополучно завершать(τὸν ἀγῶνα Lys.; πολλὰ καὴ μεγάλα πράγματα Plat.; ὁδόν Dem.; περὴ πάντα Plut.)
οὐ κατώρθωται τέχνη Eur. — хитрость не удалась;ἃ κατορθούμενα μέν …, σφαλέντα δέ … Thuc. — в случае удачи этого …, в случае же провала …;τὸ κ. Arst., Dem., Polyb. — удача, успех;τουτὴ κατωρθώκαμεν περὴ ἐπιστήμης Plat. — этот вопрос о знании мы разрешили успешно5) одерживать верх, побеждать(τῇ μάχῃ Polyb.)
-
3 ποιεω
тж. med.1) делать, выделывать, производить, готовить, изготовлять(εἴδωλον, σάκος, med. πέπλον Hom.; δεῖπνον Hes.)
2) строить, возводить, воздвигать(δῶμα, τεῖχος Hom.; βωμὸν καὴ ναόν Xen.; σκηνάς NT.)
3) делать (кого-л. кем-л. или каким-л.)(τινα ἄφρονα Hom.; med.: φίλον τινά Xen.; τὸν θεὸν ἀρωγόν Soph.)
π. τινα βασιλῆα Hom. — делать (ставить) кого-л. царем;ἔμψυχον π. τι Luc. — одушевлять что-л.;med. — превращать (τῆς σαρκὸς πρόνοιαν εἰς ἐπιθυμίας NT.)4) делать, совершатьεἰρήνην ποιεῖσθαι Xen. — заключать мир;
ὡς σαφέστατα ἂν εἰδείην ἐποίουν Xen. — я сделал (все), чтобы получить достовернейшие сведения;πόλεμον ποιεῖσθαι Xen. — вести войну;ἅμιλλαν ποιεῖσθαι Her. — спорить между собою, Thuc., Plat.; — состязаться;πόλεμον π. τινι Isae. — возбуждать войну против кого-л.;π. μάχας Soph. — сражаться;π. ἐκκλησίαν Thuc., Xen.; — проводить совещание;ἅμα ἔπος τε καὴ ἔργον ἐποίεε Her. — как сказал, так и сделал;ποιεῖσθαι βουλήν Her. — принимать решение;κακῶς π. τέν χώραν Dem. — опустошать страну;λόγους ποιεῖσθαι Isocr. — говорить, Dem. вести переговоры;ποιεῖσθαι ὁδόν (ὁδοιπορίην) Her. и πορείαν NT. — совершать путь;π. и ποιεῖσθαι θήραν Xen. — охотиться;πᾶσαν τέν σπουδήν τινος ἕνεκα ποιεῖσθαι Plat. — прилагать все усилия к чему-л.;ἀριθμὸν π. Xen. — производить подсчет;θώϋμα ποιεῖσθαί τι Her. — удивляться чему-л.;π. ἐλεημοσύνην NT. — творить (подавать) милостыню;ὁργέν ποιησάμενος Her. — раздраженный, в ярости;δι΄ ἀγγέλου ποιεύμενος ἔπεμπε βιβλία Her. — он послал через гонца письма5) действоватьτὰ ποιοῦντα καὴ τὰ πάσχοντα Plat. — действующие и страдательные начала;
ἥ εὔνοια τῶν ἀνθρώπων ἐποίει μᾶλλον ἐς τούς Λακεδαιμονίους Thuc. — общественное мнение склонялось больше в пользу лакедемонян;τὸ φάρμακον ποιήσει Plat. — снадобье подействует6) производить на свет, рождать(κριθάς Arph.; παῖδα Xen.)
7) приобретать, получать, зарабатывать(ἀργύριον Dem.; οὐδὲν ἐκ τῆς γῆς Xen.; πέντε τάλαντα NT.)
τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας ποιεῖσθαι Xen. — добывать себе средства к жизни земледелием8) исполнять, выполнять(τὰ τεταγμένα τῇ πόλει Xen.; τὰς ἐντολάς NT.)
9) делать, оказывать(πολλὰ χρηστὰ περὴ τέν πόλιν Arph.; πολλὰ ἀγαθὰ τέν πόλιν Plat.; med. βοηθείας τινί Isocr.)
τινὰ εὖ π. Plat. — делать добро кому-л.10) устраивать, справлять(ἱρά Her.; θυσίαν Xen.; ἑορτήν NT.)
πάντα π. τοῖς ἀποθανοῦσιν Xen. — отдавать умершим все (установленные) почести11) делать, принимать, брать(τινὰ ἄλοχον ποιεῖσθαι Hom.)
ποιεῖσθαί τινα υἱόν Hom. — усыновлять кого-л.;τινὰ ποιεῖσθαι μαθητήν Plat. — брать кого-л. себе в ученики;τινὰ (τὴ) ποιεῖσθαι ὑπ΄ ἑωυτῷ (ἑωυτοῦ) Her. и ὑφ΄ ἑαυτόν Plat. — подчинять кого(что)-л. себе, овладевать кем(чем)-л.;π. τινα ἐπί τινι Dem. — подчинять кого-л. кому-л.12) причинять, вызывать(φόβον Hom.; γέλωτα Plat.)
π. ὕδωρ Arph. — посылать дождь;π. νόημα ἐνὴ φρεσί Hom. — внушать мысль13) ( о звуках) издавать, испускать(στόνον Soph.; κραυγήν Xen.)
14) слагать, составлять, сочинять(κωμῳδίαν καὴ τραγῳδίαν Plat.)
π. εἴς τινα, Plat. — слагать песнь в честь кого-л.;περὴ θεῶν λέγειν καὴ π. Plat. — говорить о богах и воспевать их;ὅ τὰ Κύπρια ποιήσας Arst. — автор «Киприй»15) изображать, обрисовывать, представлять(τὸν Ἀγαμέμνονα ἀγαθὸν ἄνδρα Plat.)
16) изобретать, выдумывать, создавать (в воображении)(καινοὺς θεούς Plat.; ὀνόματα Arst.)
17) предполагать, допускатьσφέας ποιέω ἴσους ἐκείνοισι εἶναι Her. — я полагаю, что их было столько же, сколько тех;
πεποιήσθω δή Plat. — ну предположим;ποιῶ δ΄ ὑμᾶς ἥκειν εἰς Φᾶσιν Xen. — допустим, что вы прибыли в Фасиду18) делать, поступатьπῶς ποιήσεις ; Soph. — что ты предпримешь?;
καλῶς ποιῶν σύ Plat. — ты хорошо сделал;εὖ ἐποίησας ἀναμνήσας με Plat. — хорошо, что ты мне напомнил;π. Σπαρτιητικά Her. — поступать по-спартански19) заставлять(κλαίειν τινά Xen.)
π. αἰσχύνεσθαί τινα Xen. — пристыдить кого-л.;π. τινα κλύειν τινός Soph. — заставлять кого-л. слушаться кого-л.20) ставить, класть, ввергатьπ. εἴσω Xen. — вводить;
π. ἔξω Xen. — выводить;π. τὰς ναῦς ἐπὴ τοῦ ξηροῦ Thuc. — вытаскивать корабли на сушу;τινα ἐς ψυλακέν π. Thuc. — ввергать кого-л. в тюрьму;π. τινα ἱκέσθαι ἐς οἶκον Hom. — разрешить кому-л. вернуться домой;π. ἐν αἰσχύνῃ τέν πόλιν Dem. — покрывать город позором;ποιεῖσθαί τι ἐς ἀσφάλειαν Thuc. — помещать что-л. в безопасное место21) проводить, тратить(πολὺν χρόνον ἔν τινι Anth.)
οὐ π. χρόνον οὐδένα Dem. — не терять (напрасно) времени;τέν νύκτα ἐφ΄ ὅπλοις ποιεῖσθαι Thuc. — проводить ночь в (полном) вооружении;μέσας π. νύκτας Plat. — тянуть (разговор) до полуночи22) считать, признаватьσυμφορέν ποιεῖσθαί τι Her. — считать что-л. несчастьем;
δεινὰ π. и ποιεῖσθαι τι Thuc. — негодовать на что-л.;εὕρημα ἐποιησάμην Xen. — я счел (счастливой) находкой;μέγα (μεγάλα) ποιεῖσθαί τι Her. — высоко ценить (считать важным) что-л.;πολλοῦ ποιεῖσθαι τι Plat. — придавать большое значение чему-л.;(οὐδὲν) περὴ πλείονος ποιήσασθαι τῶν νόμων Lys. — ничего не ставить выше законов;ἐν ἐλαφρῷ и παρ΄ ὀλίγον ποιεῖσθαι Her., Xen.; — считать маловажным;δι΄ οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι Soph. — не придавать никакого значения чему-л.;ἐν νόμῳ ποιεῖσθαί τι Her. — иметь что-л. в обычае;ἐν άδείῃ π. Her. — считать безопасным
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek